αντιμετατίθεμαι

αντιμετατίθεμαι
βλ. αντιμεταθέτω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντιμεταθέτω — (μέσ., αντιμετατίθεμαι) (AM ἀντιμετατίθεμαι) νεοελλ. κάνω αμοιβαία μετάθεση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων αρχ. μσν. αντικαθίσταμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”